- ἄορτρα
- ἄορτραlobes of the lungsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άορτρα — ἄορτρα, τα (Α) [αείρω] οι δύο λοβοί των πνευμόνων … Dictionary of Greek